précurseur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
précurseur | précurseurs |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]précurseur (fr) αρσενικό
Επίθετο
[επεξεργασία]précurseur (fr)
ενικός | πληθυντικός |
précurseur | précurseurs |
précurseur (fr) αρσενικό
précurseur (fr)