précurseur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
précurseur précurseurs

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

précurseur (fr) αρσενικό

Επίθετο

[επεξεργασία]

précurseur (fr)