préscientifique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
préscientifique < pré- + scientifique

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
préscientifique préscientifiques

préscientifique (fr) αρσενικό ή θηλυκό