pratiquant

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
pratiquant < pratiquer

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό pratiquant pratiquants
θηλυκό pratiquante pratiquantes

pratiquant (fr)

Μετοχή

[επεξεργασία]

pratiquant (fr)