predikativo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- predikativo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | predikativo | predikativoj |
αιτιατική | predikativon | predikativojn |
predikativo (eo)
- (γραμματική) το κατηγορούμενο