preheat
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | preheat |
γ΄ ενικό ενεστώτα | preheats |
αόριστος | preheated |
παθητική μετοχή | preheated |
ενεργητική μετοχή | preheating |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]preheat (en)
- προθερμαίνω
- ↪ a preheated oven - προθερμασμένος φούρνος