premise

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
premise premises

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

premise (en) (επίσημο)

  • η πρόθεση
    a few words about the premise of the work - λίγα λόγια για την υπόθεση του έργου
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη plot