prescribe

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας prescribe
γ΄ ενικό ενεστώτα prescribes
αόριστος prescribed
παθητική μετοχή prescribed
ενεργητική μετοχή prescribing

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
prescribe < άμεσο δάνειο από τη λατινική praescribere

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /prɪˈskraɪb/
 
ομόηχο: proscribe (σε κάποιες διαλέκτους)

prescribe (en)

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]