presenteeism
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /prɛznˈtiːɪzəm/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]presenteeism (en) (μόνο ενικός)
- το να είναι κανείς παρών στην εργασία πέραν των υποχρεώσεών του (π.χ. μετά τη λήξη του ωραρίου της βάρδιας ή ακόμη κι αν είναι άρρωστος)