preset
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]preset (en)
- προρρύθμιση, προρύθμιση, αποθηκευμένες ρυθμίσεις σε πρότυπο, αποθηκευμένες ρυθμίσεις υπό προτύπου, αποθηκευμένο πρότυπο ρυθμίσεων, αποθηκευμένο πρότυπο
Ρήμα
[επεξεργασία]preset (en)
- προρρυθμίζω, προρυθμίζω, προκαθορίζω, ρυθμίζω εκ των προτέρων, ορίζω εκ των προτέρων