press for
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | press for |
γ΄ ενικό ενεστώτα | presses for |
αόριστος | pressed for |
παθητική μετοχή | pressed for |
ενεργητική μετοχή | pressing for |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
press for (en)
- πιέζω κάποιον να κάνει κάτι
- ↪ I press somebody for an answer.
- Πιέζω κάποιον να δώσει μια απάντηση.
- ↪ I press somebody for an answer.
Πηγές[επεξεργασία]
- press for - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 703. ISBN 9780194325684., λήμμα: πιέζω