presumptively
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- presumptively < presumptive + -ly
Επίρρημα
[επεξεργασία]presumptively (en) (χωρίς παραθετικά)
- κατά τεκμήριο
- ↪ A graduate is presumptively educated.
- Ένας πτυχιούχος είναι κατά τεκμήριο μορφωμένος.
- ↪ A graduate is presumptively educated.