presumptively

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
presumptively < presumptive + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

presumptively (en) (χωρίς παραθετικά)

  • κατά τεκμήριο
    A graduate is presumptively educated.
    Ένας πτυχιούχος είναι κατά τεκμήριο μορφωμένος.