preuve

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
preuve preuves

preuve (fr) θηλυκό

  1. nul ne peut être condamné sans preuves - κανείς δεν μπορεί να καταδικαστεί χωρίς αποδείξεις

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]