preuve
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
preuve | preuves |
preuve (fr) θηλυκό
- nul ne peut être condamné sans preuves - κανείς δεν μπορεί να καταδικαστεί χωρίς αποδείξεις