price

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
price prices

price (en)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]
ενεστώτας price
γ΄ ενικό ενεστώτα prices
αόριστος priced
παθητική μετοχή priced
ενεργητική μετοχή pricing

price (en)

  • (μεταβατικό & αμετάβατο, συνήθως στην παθητική φωνή) τιμώμαι, τιμολογώ, καθορίζω την τιμή για κάτι σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο
    The book is priced at one thousand euros.
    Το βιβλίο τιμάται χίλια ευρώ.
    The market is already pricing in political risk.
    Πολιτικό ρίσκο τιμολογεί πλέον η αγορά.

Εκφράσεις

[επεξεργασία]