primaire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
primaire primaires

primaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. πρωτοβάθμιος
  2. πρωτογενής
  3. απλοϊκός