prince

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
prince princes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

prince (en)

  1. o πρίγκιπας (τίτλος ευγενείας)
  2. ο πρίγκιπας, το πριγκιπόπουλο, το βασιλόπουλο
  3. (μεταφορικά) άνθρωπος σπουδαίος σε κάποιον τομέα
  4. κοινή ονομασία ενός μανιταριού (Agaricus augustus)

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]

prince < λατινική princeps

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pʁɛ̃s/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό prince princes
θηλυκό princesse princesses

prince (fr) αρσενικό

  1. ο πρίγκιπας
  2. το βασιλόπουλο



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

prince αρσενικό