privation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]privation (fr) θηλυκό
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]privation (en)
- μεγάλη φτώχια, ένδεια, ανέχεια
- η στέρηση, η αποστέρηση