proceedings

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

proceedings (en) πληθυντικός του proceeding

  1. διαδικασίες
  2. τα πρακτικά συζητήσεων, εργασιών