proceedings
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]proceedings (en) πληθυντικός του proceeding
- διαδικασίες
- τα πρακτικά συζητήσεων, εργασιών
proceedings (en) πληθυντικός του proceeding