profondimètre

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
profondimètre profondimètres

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

profondimètre (fr) αρσενικό