prolifique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
prolifique | prolifiques |
prolifique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- πολύ γόνιμος, παραγωγικός
- (ειδικότερα) πολυγραφικός
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη proliférer