propago

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
propago < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

propago (la) θηλυκό

  1. (βοτανική) βλαστός
  2. απόγονος
αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική propago propaginēs
γενική propaginis propaginum
δοτική propaginī propaginibus
αιτιατική propaginem propaginēs
κλητική propago propaginēs
αφαιρετική propagine propaginibus
(γ' κλίση)

propago (la) (prōpāgō1, prōpāgāvī, prōpāgātum, prōpāgāre)

  1. διαδίδω, προπαγανδίζω
  2. αφήνω απογόνους