propre

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
propre propres

propre (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

propre (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]