prospère

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
prospère prospères

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
prospère < λατινική prosperus

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pʁɔs.pɛʁ/

Επίθετο

[επεξεργασία]

prospère (fr) αρσενικό ή θηλυκό