prostate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

prostate (en)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pʁɔs.tat/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
prostate prostates

prostate (fr) θηλυκό