protagonista

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

protagonista (it)



πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική (mianownik) protagonista protagoniści
γενική (dopełniacz) protagonisty protagonistów
δοτική (celownik) protagoniście protagonistom
αιτιατική (biernik) protagonistę protagonistów
οργανική (narzędnik) protagonistą protagonistami
τοπική (miejscownik) protagoniście protagonistach
κλητική (wołacz) protagonisto protagoniści

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

protagonista (pl) αρσενικό