provocant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- provocant < provoquer
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | provocant | provocants |
θηλυκό | provocante | provocantes |
provocant (fr)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη provoquer