proxénétisme
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- proxénétisme < proxénète
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pʁɔ.kse.ne.tism/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
proxénétisme | proxénétismes |
proxénétisme (fr) αρσενικό