prudente

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
prudente prudentes

prudente (fr)

  1. θηλυκό του prudent


Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

prudente (it)

  1. προσεκτικός