przecinek
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]przecinek (pl) αρσενικό
- (σημείο στίξης) το κόμμα
- (μεταφορικά, λαϊκότροπο) βρισιά
przecinek (pl) αρσενικό