puéril

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

puéril < λατινική puerilis

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pɥe.ʁil/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
puéril puérils

puéril (fr)

  1. παιδικός
  2. παιδιάστικος