public
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | public |
συγκριτικός | more public |
υπερθετικός | most public |
public (en)
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) δημόσιος, κοινός, σχετικά με τους ανθρώπους της κοινωνίας γενικότερα
- ↪ This virus creates problems for public health.
- Ο ιός αυτός δημιουργεί προβλήματα στη δημόσια υγεία.
- ↪ public opinion - κοινή γνώμη
- ↪ This virus creates problems for public health.
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) δημόσιος, που παρέχονται, ιδίως από την κυβέρνηση, για τη χρήση των ανθρώπων γενικά
- ↪ a public library - δημόσια βιβλιοθήκη
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) δημόσιος, σχετικά με την κυβέρνηση και τις υπηρεσίες που παρέχει
- ↪ public works/expenses/revenues - δημόσια έργα/έξοδα/έσοδα
- γενικός, που είναι γνωστό στους ανθρώπους γενικά
- ↪ It’s a matter of public concern.
- Είναι θέμα γενικού ενδιαφέροντος.
- ↪ It’s a matter of public concern.
- δημόσιος, που γίνεται έτσι ώστε να μπορεί να παρευρεθεί, να συμμετάσχει όποιος θέλει
- ↪ a public gathering/discussion - δημόσια συγκέντρωση/συζήτηση
- (πληροφορική) η εφαρμογή που απευθύνεται στο κοινό
- (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) οντότητα (μεταβλητή, μέθοδος, κλπ.) που έχει ορισθεί μέσα σε κλάση και μπορεί να είναι προσβάσιμη άμεσα και χωρίς περιορισμούς από το υπόλοιπο πρόγραμμα
- → δείτε και τις λέξεις protected και private
- δείτε επίσης: member accessibility στην αγγλική Βικιπαίδεια
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
public (en)
- το κοινό, οι άνθρωποι της κοινωνίας γενικότερα
- ↪ The museum is open to the public.
- Το μουσείο είναι ανοιχτό στο κοινό.
- ↪ The museum is open to the public.
- το κοινό, μια ομάδα ανθρώπων που μοιράζονται ένα συγκεκριμένο ενδιαφέρον ή που ασχολούμαι με την ίδια δραστηριότητα
- ↪ the theater-going public - το θεατρόφιλο κοινό
Πηγές[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
public (fr) αρσενικό
- το κοινό
- le public était enthousiaste - το κοινό ήταν ενθουσιασμένο
Επίθετο[επεξεργασία]
public (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- le secteur public - o δημόσιος τομέας
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- opinion publique - κοινή γνώμη
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
public (ro)
- κοινό
- relații cu publicul - οι σχέσεις με το κοινό
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- opinie publică - κοινή γνώμη
Αναφορές[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (αμερικανικά αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Επίθετα (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Πληροφορική (αγγλικά)
- Αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός (αγγλικά)
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Επίθετα (γαλλικά)
- Ρουμανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ρουμανικά)