publiczność

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

publiczność < από τη λέξη publiczny

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

publiczność (pl) θηλυκό

  • το κοινό (το ακροατήριο, οι θεατές)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]