publiczność
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]publiczność < από τη λέξη publiczny
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]publiczność (pl) θηλυκό
- το κοινό (το ακροατήριο, οι θεατές)