pucelle

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
pucelle < λατινικά puella

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /py.sɛl/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
pucelle pucelles

pucelle (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]