pull

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
pull pulls

pull (en)

  1. το τράβηγμα (η κίνηση με την οποία τραβώ κάτι)
  2. η έλξη, η ελκτική δύναμη
     συνώνυμα: attraction
  3. οποιοδήποτε εξάρτημα (λαβή, σχοινί, μοχλός) που πρέπει να το τραβήξουμε
  4. (μη μετρήσιμο, ανεπίσημο) η επιρροή
    His family name has a lot of pull in the diplomatic service.
    Έχει μεγάλη επιρροή στο διπλωματικό σώμα χάρη στο όνομά του.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη influence
ενεστώτας pull
γ΄ ενικό ενεστώτα pulls
αόριστος pulled
παθητική μετοχή pulled
ενεργητική μετοχή pulling

pull (en)

  1. τραβώ, σύρω προς το μέρος μου
     συνώνυμα: drag
     αντώνυμα: push
  2. (μεταβατικό) βγάζω, αφαιρώ κάτι από ένα μέρος τραβώντας
    I pull the cork out of a bottle.
    Βγάζω το φελλό από ένα μπουκάλι.
  3. αποσύρω από την κυκλοφορία (ένα προϊόν)
     συνώνυμα: recall, withdraw

Παράγωγα

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
pull pulls

pull (fr) αρσενικό