pulpit

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pulpit (en)

  1. ο άμβωνας
  2. ειδικά διαμορφωμένη πλατφόρμα σε πλώρη που συχνά την υπερβαίνει