pulsation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
pulsation < pulsacion < λατινική pulsatio

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
pulsation pulsations

pulsation (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]