pulse

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
pulse pulses

pulse (en)

  1. ο σφυγμός
  2. το όσπριο
ενεστώτας pulse
γ΄ ενικό ενεστώτα pulses
αόριστος pulsed
παθητική μετοχή pulsed
ενεργητική μετοχή pulsing

pulse (en)

  1. πάλλομαι
  2. χτυπάω/χτυπώ (για σφυγμό αίματος)
    The news sent his blood pulsing strongly through his veins.
    Τα νέα έκαμαν το αίμα του να χτυπάει δυνατά στις φλέβες του.