punctual

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός punctual
συγκριτικός more punctual
υπερθετικός most punctual

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
punctual < κληρονομημένο από τη μέση αγγλική punctual (αιχμηρός, μυτερός) < μεσαιωνική λατινική punctualis < λατινική pūnctus.[1] (μαρτυρείται από το 1669)[2]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈpʌŋk.tʃu.əl/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

punctual (en)

  • συνεπής, τυπικός, ακριβής
    punctual delivery - ακριβής παράδοση
    I am always punctual in my work/in my payments.
    Είμαι πάντα ακριβής στη δουλειά μου/στις πληρωμές μου.

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. punctual - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
  2. punctual - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)