purely

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός purely
συγκριτικός more purely
υπερθετικός most purely

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
purely < pure + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

purely (en)

  • καθαρά, ξεκάθαρα, αμιγώς, μόνο και εντελώς
    My decision will depend purely on…
    Η απόφασή μου θα εξαρτηθεί καθαρά από…
    Our products are made up of purely eco-friendly materials.
    Τα προϊόντα μας παρασκευάζονται αμιγώς από οικολογικά υλικά.