quadrilingue

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ka.dʁi.lɛ̃ɡ/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
quadrilingue quadrilingues

quadrilingue (fr) αρσενικό ή θηλυκό