quantifier

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
quantifier quantifiers

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
quantifier < quantify + -er

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

quantifier (en)

  1. (γραμματική, λογική, θεωρία συνόλων) ο ποσοδείκτης
  2. (κανονικές εκφράσεις) ποσοδείκτες κανονικών εκφράσεων

Υπερώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • quantifier στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kɑ̃.ti.fje/

quantifier (fr)