quantifier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
quantifier | quantifiers |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]quantifier (en)
- (γραμματική, λογική, θεωρία συνόλων) ο ποσοδείκτης
- (κανονικές εκφράσεις) ποσοδείκτες κανονικών εκφράσεων
Υπερώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- quantifier στην αγγλική Βικιπαίδεια
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kɑ̃.ti.fje/
Ρήμα
[επεξεργασία]quantifier (fr)