quidam

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

quidam (fr)

  1. ένα άτομο, ένας τύπος
    mais l’heure où ces deux chiens auraient remué leurs mâchoires sur un quidam, eût été terrible ! — (Honoré de Balzac, Modeste Mignon, 1844)



Αντωνυμία

[επεξεργασία]

quidam (la)

  1. κάποιος