récapituler
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- récapituler < λατινική recapitulare < capitulum (κεφάλαιο)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ʁe.ka.pi.ty.le/
Ρήμα
[επεξεργασία]récapituler (fr)
- ανακεφαλαιώνω
- διηγούμαι ξανά