réduit

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό réduit réduits
θηλυκό réduite réduites

réduit (fr)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
réduit réduits

réduit (fr) αρσενικό