réorientation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
réorientation réorientations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

réorientation (fr) θηλυκό