réparation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʁe.pa.ʁa.sjɔ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
réparation réparations

réparation (fr) θηλυκό

  1. η επιδιόρθωση
  2. η αποκατάσταση
  3. η επισκευή
  4. η αποζημίωση
  5. η επανόρθωση
  6. το μερεμέτι