réprimande

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
réprimande réprimandes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

réprimande (fr) θηλυκό

  1. η επίπληξη
  2. η επιτίμηση