réservation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: reservation
      ενικός         πληθυντικός  
réservation réservations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

réservation (fr) θηλυκό

  • η κράτηση θέσης (σε θέατρο, εστιατόριο, ξενοδοχείο...)

Συγγενικά

[επεξεργασία]