rétrogradation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
rétrogradation rétrogradations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

rétrogradation (fr) θηλυκό

  1. η υποβάθμιση
  2. ο υποβιβασμός

Συγγενικά

[επεξεργασία]