révolte

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: révolté
      ενικός         πληθυντικός  
révolte révoltes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

révolte (fr) θηλυκό


Συγγενικά

[επεξεργασία]