raboso

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενικός πληθυντικός
raboso rabosi

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /raˈbo.zo/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

raboso (it) αρσενικό

  1. είδος αμπέλου που καλλιεργείται στο Βένετο της Ιταλίας
  2. (ποτό) το κρασί που παράγεται από τα παραπάνω αμπέλια